υδρόλιθος

υδρόλιθος
ο, Ν
1. (ορυκτ.) ορυκτό που ανήκει στην ομάδα τών ζεολίθων
2. χημ. υδρίδιο τού ασβεστίου, που διασπάται κατά την εν ψυχρώ κατεργασία του με νερό, απελευθερώνοντας αέριο υδρογόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrolithe (<υδρ[ο]-* + λίθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”